- συναγκείᾳ
- συναγκείᾱͅ , συνάγκειαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάγκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] … Dictionary of Greek
συναγκείας — συναγκείᾱς , συνάγκεια fem acc pl συναγκείᾱς , συνάγκεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναγκείᾳ — συναγκείᾱͅ , συνάγκεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνάγκεια — συνάγκεια , συνάγκεια fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγκειῶν — συνάγκεια fem gen pl συνανάκειμαι recline together fut part act masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγκείαις — συνάγκεια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγκείαισι — συνάγκεια fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγκειαι — συνάγκεια fem nom/voc pl συνανάκειμαι recline together pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγκειαν — συνάγκεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)